θαλασσοδρόμος

θαλασσοδρόμος
Μικρό νηκτικό πτηνό του βόρειου Ατλαντικού, με ψαλιδωτή ουρά, στρογγυλές φτερούγες και γαμψό ράμφος. Περιλαμβάνει περίπου 20 είδη, από τα οποία το γνωστότερο είναι το πτηνό με την επιστημονική ονομασία προσελαρία η πελάγιος. Αυτό έχει καστανόχρωμη ράχη, γκρίζα κοιλιά, μαύρο ράμφος και καστανοκόκκινα πόδια. Οι θ. κυνηγούν τη λεία τους τη νύχτα πάνω στα κύματα και, επειδή συνηθίζουν να ακολουθούν τα πλοία σε ώρα καταιγίδας, αποκαλούνται από τους ναυτικούς πουλιά της καταιγίδας. Στα νησιά Φερόες το κρέας των θ. χρησιμεύει ως λυχνάρι λόγω της λιπαρότητάς του.
* * *
ο
1. αυτός που ταξιδεύει στη θάλασσα
2. κοινή ονομασία για διάφορα θαλασσινά πουλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο-* + -δρόμος (< δρόμος), πρβλ. μαραθωνο-δρόμος, πελαγο-δρόμος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • -θαλασσ(ο) — πρώτο συνθετικό λέξεων που προσδίδει στο δεύτερο συνθετικό τη σημασία: α) σχέσης με τη θάλασσα («θαλασσόλυκος», «θαλασσασφάλεια» β) δοκιμασιών, βασάνων («θαλασσοπνίγομαι», «θαλασσοδέρνω») γ) αναστάτωσης, ταραχής («θαλασσοποιώ»). ΣΥΝΘ. (Α… …   Dictionary of Greek

  • θαλασσοδρομώ — έω [θαλασσοδρόμος] ταξιδεύω διά θαλάσσης, θαλασσοπορώ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”